Πολλοί έχουν μιλήσει και γράψει για τη Μικρασιατική Καταστροφή, λίγοι όμως γνωρίζουν τι συνέβη μετά το 1922, όταν οι πρόσφυγες κλήθηκαν να στήσουν μια ζωή από την αρχή. Λίγοι κατανοούν την προσπάθεια των ξεριζωμένων από Μικρά Ασία, Καππαδοκία και Πόντο να αναγεννηθούν από τις στάχτες τους, φέρνοντας μαζί τους την άυλη πολιτιστική κληρονομιά τους και τη σημαντική συμβολή των ανθρώπων αυτών στην οικονομική ανάπτυξη και την πολιτιστική αναγέννηση της Ελλάδας.

Με το πέρασμα των χρόνων, το τραύμα μετατρέπεται σε θαύμα.

Το επιχειρηματικό δαιμόνιο των προσφύγων και η πολυμήχανη φύση τους συμβάλλει σημαντικά στην ανάπτυξη του αγροτικού τομέα της Ελλάδας, στην αστικοποίηση της χώρας αλλά και στην εξέλιξη της βιομηχανίας.

Ο προσφυγικός συνοικισμός της Νέας Ιωνίας στην Αθήνα, αποτέλεσε ένα πρότυπο βιομηχανικό κέντρο της εποχής του Μεσοπολέμου.

Ιδρύθηκε στις 30 Ιουνίου 1923 από τον Νικόλαο Πλαστήρα και τον ιερέα Παπαϊωακείμ Πεσματζόγλου, ο οποίος είχε οδηγήσει τους χιλιάδες συμπατριώτες του Σπαρταλήδες (από την πόλη Σπάρτη της Πισιδίας) στην Ελλάδα, μετά την Μικρασιατική καταστροφή.

Η πόλη αναπτύχθηκε ταχύτατα, παρά τις φοβερές ελλείψεις και την προχειρότατη εγκατάσταση σε μικρές προσφυγικές κατοικίες ή και σε σκηνές χιλιάδων προσφύγων. Όντας οι περισσότεροι κάτοικοι αστοί πρόσφυγες, ικανοί στο εμπόριο και τις επιχειρήσεις ανέδειξαν γρήγορα την πολιτεία τους σε μεγάλο βιομηχανικό κέντρο, με κύριους κλάδους: την Κλωστοϋφαντουργία και την Ταπητουργία.

Oι επιχειρήσεις που γεννήθηκαν από τους πρόσφυγες είχαν οικογενειακό χαρακτήρα αφενός (οικογένεια Eφραίμογλου, Σινάνογλου, Σινιόσογλου, Tσαλίκογλου, Δουρμούσογλου) και συνεταιριστικό αφετέρου με καθοριστικό την κοινή καταγωγή των συνεταίρων (δηλαδή οι Σπαρταλήδες με Σπαρταλήδες, οι Kαισαριώτες με Kαισαριώτες κλπ.).

Σήμερα με την αποβιομηχάνιση της N. Iωνίας η δομή της βιομηχανίας της χαρακτηρίζεται από ελάχιστες οικογενειακές βιοτεχνικές επιχειρήσεις και τις επίσης ελάχιστες, 3 τον αριθμό, σε λειτουργία μεγάλες σχετικά επιχειρήσεις, επίσης οικογενειακού χαρακτήρα.

Tήν Tρία Άλφα, η Mουταλάσκη και η Aθηνά, της οικογένειας Eφραίμογλου και της οικογένειας Σακαλίδη.

Σπάρταλης  τρίτης γενιάς , ο Δημητρης Εφραιμογλου ενώνει τη μαρτυρία του με τους ιστορικούς και ερευνητές και αφηγείται μια ιστορία δύναμης και θάρρους, όπως τη βίωσε  εργαζόμενος δίπλα στον παππού του Δημητρό και τον πατέρα του Συμεών Εφραίμογλου .

Απόσπασμα της συνέντευξης του Δημήτρη Εφραίμογλου στο ντοκιμαντέρ με τίτλο «Πρόσφυγες του 1922: Η Ζωή Μετά» που παρουσιάζει ο Άρης Πορτοσάλτε περιλαμβάνεται στο μεγάλο επετειακό αφιέρωμα του ΣΚΑΪ για τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή

Το ντοκιμαντέρ με τίτλο «Πρόσφυγες του 1922: Η Ζωή Μετά» παρουσιάζει ο Άρης Πορτοσάλτε και περιλαμβάνεται στο μεγάλο επετειακό αφιέρωμα του ΣΚΑΪ για τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Στα δύο επεισόδια του ντοκιμαντέρ, 40 πρόσφυγες δεύτερης και τρίτης γενιάς από όλη την Ελλάδα ενώνουν τις μαρτυρίες τους με τους ιστορικούς και αφηγούνται μια συγκινητική ιστορία δύναμης και θάρρους, όπως τη βίωσαν ή την άκουσαν από τους προγόνους τους

Η αφήγηση ξεκινά τον Σεπτέμβρη του 1922, όταν αλλάζει οριστικά η φυσιογνωμία της χώρας. Πλοία γεμάτα πρόσφυγες καταφθάνουν συνεχώς από τα μικρασιατικά παράλια ενώ ατέλειωτα καραβάνια ανθρώπων από τον Πόντο πεζοπορούν προς τη θάλασσα. Εξιστορείται ο τρόπος με τον οποίο έφτασαν οι πρόσφυγες στην Ελλάδα ενώ στη συνέχεια, παρουσιάζεται η τιτάνια προσπάθεια του ελληνικού κράτους για την εγκατάσταση 1,5 εκατομμυρίου ανθρώπων στα εδάφη της, το ανθρωπιστικό δράμα στα λοιμοκαθαρτήρια αλλά και η άγνωστη ιστορία των αιχμαλώτων πολέμου. Με το πέρασμα των χρόνων, το τραύμα μετατρέπεται σε θαύμα. Το επιχειρηματικό δαιμόνιο των προσφύγων και η πολυμήχανη φύση τους συμβάλλει σημαντικά στην ανάπτυξη του αγροτικού τομέα της Ελλάδας, στην αστικοποίηση της χώρας αλλά και στην εξέλιξη της βιομηχανίας. Θρακιώτες από την Ορεστιάδα, Καππαδόκες από τη Νέα Καρβάλη, Πόντιοι από την Καβάλα και τη Νάουσα αφηγούνται στην κάμερα την προσπάθεια των γονιών τους να μετατρέψουν την τραγωδία σε εποποιία. Στο Προκόπι, μαθαίνουμε την εντυπωσιακή ιστορία του λειψάνου του Αγίου Ιωάννη Ρώσου, που μεταφέρθηκε από τους πρόσφυγες ολόσωμο και άφθαρτο από την Καππαδοκία στο Προκόπι Ευβοίας. Στη Νέα Λάμψακο, οι κάτοικοι διηγούνται την προσπάθειά τους να χτίσουν την εκκλησία του χωριού και να στήσουν μια νέα ζωή από την αρχή. Ο Γιώργος Νταλάρας, ο Ανδρέας Κατσιγιάννης και ο Παναγιώτης Κουνάδης αφηγούνται την ιστορία του ρεμπέτικου, που ξεπηδά από τις προσφυγικές συνοικίες και αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής παράδοσης ως τις μέρες μας.

Στο δεύτερο επεισόδιο, αναδεικνύονται τα στοιχεία που αποτελούσαν πηγή δύναμης για τους πρόσφυγες: η θρησκεία, τα γράμματα, οι τέχνες και ο αθλητισμός. Ενδεικτική της σπουδαιότητας που είχαν οι τέχνες και τα γράμματα στη ζωή των προσφύγων, είναι η ιστορία που αφηγούνται στη Νάουσα, οι πρόσφυγες από το χωριό Αργυρούπολη Πόντου, οι οποίοι άφησαν πίσω τα ρούχα τους και κουβάλησαν μαζί τους χιλιάδες βιβλία αλλά και βυζαντινές περγαμηνές. Στη Βέροια, η κάμερα καταγράφει τα σημαντικά κειμήλια από την Παναγία Σουμελά, που αποτελεί σημείο συνάντησης για τους πρόσφυγες της Βορείου Ελλάδος. Στο επεισόδιο, γίνεται επίσης αφιέρωμα στη γαστρονομία και τη μουσική που είναι σημαντικές εκφάνσεις του μικρασιατικού πολιτισμού αλλά και φορείς της σταδιακής ενσωμάτωσης. Ακούμε κάθε μουσική ντοπιολαλιά ξεχωριστά, με φόντο τα χωριά του Έβρου και τα ποντιακά χωριά της Μακεδονίας. Όσον αφορά στη γαστρονομία, μπαίνουμε στις κουζίνες προσφύγων δεύτερης και τρίτης γενιάς από Πόντο, Θράκη, Καππαδοκία και Σμύρνη και καταγράφουμε τις γεύσεις και τις ιστορίες που τις συνοδεύουν. Στον επίλογο του ντοκιμαντέρ, θίγονται τα ζητήματα της διαχείρισης συλλογικής μνήμης, της ενσωμάτωσης των προσφυγικών πληθυσμών και, εντέλει, της διαμόρφωσης της νέας ενιαίας ελληνικής ταυτότητας

Συντελεστές

Παρουσίαση: Άρης Πορτοσάλτε
Σκηνοθεσία: Μιχάλης Ρουμπής
Σενάριο – Έρευνα: Άννα Ποδάρα
Ιστορικός Σύμβουλος: Ιάκωβος Μιχαηλίδης

Πηγή: skai.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.